Ὀλοφέρνης

Ὀλοφέρνης
Ὀλοφέρνης, ου, ὁ Holofernes, Assyrian commander-in-chief, slain by Judith in his own tent when he laid siege to her native city of Bethulia (Jdth 2ff) 1 Cl 55:5.—On the name and pers. of H. s. JMarquart, Philol. 54, 1895, 507ff; Pauly-W. VIII 1167–71; Schürer III/1, 216–18.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ολοφέρνης — Στρατηγός των Ασσυρίων την εποχή του Ναβουχοδονόσορα, περσικής καταγωγής. Σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε από την όμορφη Εβραία Ιουδήθ, χήρα του Μανασή, την ώρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του, κατά την πολιορκία της ιουδαϊκής πόλης Βετυλούας. Η… …   Dictionary of Greek

  • σωματοφύλακας — ο / σωματοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη τής ζωής και τής σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες τού Προέδρου τής Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή… …   Dictionary of Greek

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • Ιουδίθ ή Ιουδείθ — Βιβλικό πρόσωπο. Εβραία ηρωίδα που απελευθέρωσε την πόλη της Βετελούας από την πολιορκία των Ασσυρίων. Όταν στα χρόνια των Κριτών o Ολοφέρνης, βασιλιάς των Ασσυρίων, έφτασε επικεφαλής ισχυρότατου στρατού στην πεδιάδα Εσδρελών και πολιόρκησε την… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Μποτιτσέλι, Σάντρο Φιλιπέπι — (Sandro Filipepi detto il Botticelli, Φλωρεντία περ. 1445 – 1510). Ιταλός ζωγράφος. Εργάστηκε ίσως πρώτα κοντά σε κάποιο χρυσοχόο αλλά μαθήτευσε, όπως αναφέρει ο Βαζάρι, στο ζωγραφικό εργαστήριο του Φρα Φιλίπο Λίπι. Την πληροφορία επιβεβαιώνει… …   Dictionary of Greek

  • Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

  • Οροφέρνης — Όνομα βασιλιάδων της Καππαδοκίας. Αναφέρονται και με το όνομα Ολοφέρνης. 1. Ο. Α’. Βασιλιάς της Καππαδοκίας, σύγχρονος του Μεγάλου Αλέξανδρου. Συγκυβέρνησε με τον πατέρα του και τον αδελφό του και διετέλεσε αρχηγός των καππαδοκικών στρατευμάτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”